τσιχλογέρακας

τσιχλογέρακας
ο , τσιχλογέρακο τό ястреб

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τσιχλογέρακας" в других словарях:

  • κίρκος — (Circus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, της τάξης των ιερακομόρφων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Τον χειμώνα τα πτηνά αυτά μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • νίσος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πανδίονα, ιδρυτής του επίνειου των Μεγάρων, Νισαία. Ήταν αδελφός του Αιγέα, του Λύκου και του Πάλλαντα. Όταν ο Μίνως είχε καταλάβει όλη τη Μεγαρίδα, ο Ν. κατέφυγε στη Νισαία. Σ’υμφωνα με τον μύθο, καθώς τα… …   Dictionary of Greek

  • ακιπιτρίδες — (accipitridae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων, της υφομοταξίας των ατροπιδοφόρων. Οι α. περιλαμβάνουν τις οκτώ ακόλουθες υποοικογένειες: Ελανίδες. Είναι αρπακτικά πουλιά,πουτρέφονται με ερπετά, αμφίβια και έντομα και κυνηγούν μόνο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»